υπόστρωμα

υπόστρωμα
το / ὑπόστρωμα, -ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι]
1. καθετί που στρώνεται από κάτω
2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το υπέδαφος
2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα, κν. κουραδούρος
3. (βιοχ.) μόριο ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική δράση
4. (μικρβλ.) α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό διάλυμα και το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσο καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού
β) κάθε ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως πηγή τροφής και, κατ' επέκταση, κάθε υλικό πάνω στο οποίο, εμφανίζεται ένας μικροοργανισμός
4. ιατρ. το σύνολο τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων νόσων
5. (βοτ.-ζωολ.) η βάση, λ.χ. το έδαφος ή ένας βράχος, πάνω στην οποία είναι στερεωμένο ένα φυτό ή ένα εδραίο ζώο
6. χημ. ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη μεταβολή τής χημικής δομής του
7. γλωσσ. τα στοιχεία που απαντούν σε μια γλώσσα και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την ίδια αυτή γλώσσα ή από άλλη τής ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη γλώσσα που προϋπήρξε και τής οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια κατάκτηση, θεομηνία ή οποιονδήποτε άλλο λόγο
8. γεωλ. στρώμα πάνω στο οποίο έχει αποτεθεί ένα άλλο στρώμα
9. μτφ. το πραγματικό αλλά αφανές αίτιο μιας ενέργειας ή πράξης
10. φρ. «υπόστρωμα καταλύτη»
χημ. αδρανές υλικό πάνω στο οποίο αποτίθεται ένας ενεργός καταλύτης προκειμένου να αυξηθεί το εμβαδόν τής επιφάνειάς του και, κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητά του
μσν.
κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποστρώννυμι. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. substrate / substratum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόστρωμα — that which is spread under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόστρωμα — το, ατος 1. καθετί που στρώνεται αποκάτω, το στρώμα, το στρωσίδι. 2. χοντρό μάλλινο ύφασμα που μπαίνει κάτω από σαμάρι ή σέλα στη ράχη ζώου. 3. το υπέδαφος (βλ. λ.). 4. το κατώτερο μέρος του πλοίου, το υπόφραγμα, κο(υ)ραδούρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστρωμάτων — ὑπόστρωμα that which is spread under neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώμασι — ὑπόστρωμα that which is spread under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώμασιν — ὑπόστρωμα that which is spread under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώματα — ὑπόστρωμα that which is spread under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώματι — ὑπόστρωμα that which is spread under neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώματος — ὑπόστρωμα that which is spread under neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”